-
1 ετερωθι
adv.1) с другой стороны(ἔνθεν μὲν Σκύλλα, ἑ. δὲ Χάρυβδις Hom.)
2) в другом месте (лат. alibi)(ἑ. που τοῦ σώματος Arst.)
ἀπὰνευθε νεῶν ἑ. Hom. — вдали от кораблей;ἑ. τοῦ λόγου Her. — в другой части (моего) повествования;οὐδαμόθι ἑ. Her. — нигде больше3) в другой раз(τότε μὲν ταῦτα ἐξεργάσατο, ἑ. δὲ … Her.)
4) по другую сторону(ἑστηκέναι Plut.)
-
2 -θι
-θι-θῐэнклитический суффикс со значением:1) в (на вопрос «где?»)κηρόθι Hom. — в сердце;
οἴκοθι Hom. — дома, в доме;ἄλλοθι Hom., Plat. — в другом месте;αὐτόθι Hom., Her. — в том самом месте;ἑτέρωθι Hom., Her., Arst. — в другом (из двух) месте;Ἰλιόθι πρό Hom. — перед Илионом2) во времяἠῶθι Hom. — на заре;
ἠῶθι πρό Hom. — до рассвета
См. также в других словарях:
ετέρωθι — ἑτέρωθι και αιολ. τ. ἑτέρωτα (Α) επίρρ. 1. στο άλλο μέρος, απέναντι 2. σε άλλο μέρος, αλλού 3. σε άλλον χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + επίθ. θι, που δηλώνει εν τόπω στάση (πρβλ. αυτό θι)] … Dictionary of Greek
ἑτέρωθι — on the other side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέρωθ' — ἑτέρωθε , ἑτέρωθεν from the other side indeclform (adverb) ἑτέρωθι , ἑτέρωθι on the other side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
ετέρωτα — ἐτέρωτα (Α) αιολ. τ. τού επιρρ. ετέρωθι* … Dictionary of Greek