-
61 ετοιμότατον
ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: masc acc superl sg (attic)ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl sg (attic)ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: masc acc superl sg (attic)ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl sg (attic) -
62 ἑτοιμότατον
ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: masc acc superl sg (attic)ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl sg (attic)ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: masc acc superl sg (attic)ἑτοῑμότατον, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl sg (attic) -
63 ετοίμως
ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: adverbial (attic)ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: masc acc pl (attic doric)ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: adverbial (attic)ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem acc pl (attic doric) -
64 ἑτοίμως
ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: adverbial (attic)ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: masc acc pl (attic doric)ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: adverbial (attic)ἑτοί̱μως, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem acc pl (attic doric) -
65 Ready
adj.Prepared: P. and V. ἑτοῖμος, εὐτρεπής.Be ready, v.:P. εὐτρεπῶς ἔχειν.Ready for: V. πρόχειρος (dat.).Ready to: P. and V. ἑτοῖμος (infin.), V. πρόχειρος (infin.).Be ready to, v.: use also P. and V. βούλεσθαι (infin.).At hand: P. and V. πρόχειρος, ἑτοῖμος.Quick in intelligence: Ar. and P. ὀξύς, P. εὐμαθής.Zealous: P. and V.Unhesitating: P. ἀπροφάσιστος.A ready tongue: V. εὔτροχος γλῶσσα, ἡ.Too ready with reproaches: V. ἄγαν προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν (Eur., And. 729).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ready
-
66 ετοιμοτέρως
ἑτοῑμοτέρως, ἑτοῖμοςat hand: adverbial comp (attic)ἑτοῑμοτέρως, ἑτοῖμοςat hand: masc acc comp pl (attic doric)ἑτοῑμοτέρως, ἑτοῖμοςat hand: masc acc comp pl (attic doric) -
67 ἑτοιμοτέρως
ἑτοῑμοτέρως, ἑτοῖμοςat hand: adverbial comp (attic)ἑτοῑμοτέρως, ἑτοῖμοςat hand: masc acc comp pl (attic doric)ἑτοῑμοτέρως, ἑτοῖμοςat hand: masc acc comp pl (attic doric) -
68 ετοίμων
ἑτοί̱μων, ἑτοῖμοςat hand: fem gen pl (attic)ἑτοί̱μων, ἑτοῖμοςat hand: masc /neut gen pl (attic)ἑτοί̱μων, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem /neut gen pl (attic) -
69 ἑτοίμων
ἑτοί̱μων, ἑτοῖμοςat hand: fem gen pl (attic)ἑτοί̱μων, ἑτοῖμοςat hand: masc /neut gen pl (attic)ἑτοί̱μων, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem /neut gen pl (attic) -
70 готовый
επ., βρ: -тов, -а, -о.1. έτοιμος•готовый костюм έτοιμο κοστούμι•
обед готовый το φαγητό είναι έτοιμο.
2. διατεθημένος, πρόθυμος.3. (απλ.) πέθανε.(απλ.) μεθυσμένος σκνίπα.εκφρ.готовый к услугам – παλ. στη διάθεση σας (στο τέλος της επιστολής πριν την υπογραφή)"на всем -ом (жить) βαστιέμαι γερά•будь -ов! – να είσαι έτοιμος!•всегда -ов – πάντοτε έτοιμος ! -
71 готовый
готовый 1) έτοιμος \готовыйое платье το έτοιμο φόρεμα вы \готовыйы? είστε έτοιμοι; обед готов το φα(γ)ί είναι έτοιμο 2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να)* * *1) έτοιμοςгото́вое пла́тье — το έτοιμο φόρεμα
вы гото́вы? — είστε έτοιμοι
обе́д гото́в — το φα(γ)ί είναι έτοιμο
2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να) -
72 ещё
ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!* * *в разн. знач.ακόμα, ακόμηмы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…
я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος
ещё вчера́ — ακόμα και χτες
да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη
••ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!
-
73 почти
почти σχεδόν, περίπου* я \почти готов είμαι σχεδόν έτοιμος· \почти всё σχεδόν όλα* * *σχεδόν, περίπουя почти́ гото́в — είμαι σχεδόν έτοιμος
почти́ всё — σχεδόν όλα
-
74 совсем
совсемнареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:\совсем близко πολύ κοντά· \совсем напротив κατάντικρυ· \совсем готов καθ' ὅλα ἐτοιμος, ὁλότελα ἐτοιμος· \совсем новый костюм ἐντελώς καινούργιο κοστούμι:это \совсем не так κάθε ἄλλο· я его́ \совсем не знаю δέν τόν γνωρίζω καθόλου· он \совсем уехал, ушел (навсегда) ἔφυγε ὁριστικά, ἐφυγε γιά πάντα -
75 согласный
согласн||ый Iприл1. (на что-л.) σύμφωνος, ἔτοιμος νά δεχτώ/ ἔτοιμος (готовый):я согласен на все условия δέχομαι ὅλους τους ὅρους· быть \согласныйым δέχομαι, εἶμαι σύμφωνος·2. (единодушный) σύμφωνος:быть \согласныйым с кем-л. εἶμαι σύμφωνος μέ κάποιον быть \согласныйым с чем-л. συμφωνώ μέ κάτι, ἀποδέχομαι κάτι·3. (гармонический) ἀρμονικός.согласный IIлингв.1. прил σύμφωνος·2. м τό σύμφωνο[ν]. -
76 έτοιμα
ἕτοῑμα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc pl (attic)ἕτοῑμα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc pl (attic) -
77 ἕτοιμα
ἕτοῑμα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc pl (attic)ἕτοῑμα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc pl (attic) -
78 έτοιμε
ἕτοῑμε, ἑτοῖμοςat hand: masc voc sg (attic)ἕτοῑμε, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem voc sg (attic) -
79 ἕτοιμε
ἕτοῑμε, ἑτοῖμοςat hand: masc voc sg (attic)ἕτοῑμε, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem voc sg (attic) -
80 έτοιμοι
ἕτοῑμοι, ἑτοῖμοςat hand: masc nom /voc pl (attic)ἕτοῑμοι, ἑτοῖμοςat hand: masc /fem nom /voc pl (attic)
См. также в других словарях:
ἑτοῖμος — at hand masc nom sg ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ἕτοιμος — ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc nom sg (attic) ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτοῖμον — ἑτοῖμος at hand masc acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμα — ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμοι — ἑτοῖμος at hand masc nom/voc pl ἑτοῖμος at hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμαι — ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότατ' — ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότερον — ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand masc acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτοιμ' — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc voc sg (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc/fem voc sg (attic) ἕτοῑμαι , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)