-
21 έτοιμος
[этимос] εκ. готовый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έτοιμος
-
22 ἕτοιμος,-η/-ος,-ον
+ A 7-13-6-11-23=60 Ex 15,17; 19,11.15; 34,2; Lv 16,21Cf. BISSOLI 1983, 53-56; HARL 1992a, 154-155; →NIDNTT; TWNT -
23 έτοιμος
[этимос] επ готовый. -
24 έτοιμος
prêt -
25 έτοιμος
1) gotowy przym.2) gotów przym.3) ochoczy przym. -
26 έτοιμος
1) hotový2) ochotný3) připravený -
27 έτοιμος
readyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έτοιμος
-
28 ἀν-έτοιμος
ἀν-έτοιμος, nicht bereit, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 ( Plan. 242).
-
29 prêt
έτοιμος -
30 hotový
έτοιμος -
31 připravený
έτοιμος -
32 gotowy
έτοιμος -
33 gotów
έτοιμος -
34 ochoczy
έτοιμος -
35 alesta
έτοιμος, σε επιφυλακή, άγρυπνος -
36 hazır
έτοιμος, διατεθειμένος -
37 üzere
έτοιμος, καθώς -
38 ετοιμότατ'
ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: adverbial superl (attic)ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl pl (attic)ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: adverbial superl (attic)ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl pl (attic)ἑτοῑμότατε, ἑτοῖμοςat hand: masc voc superl sg (attic)ἑτοῑμότατε, ἑτοῖμοςat hand: masc voc superl sg (attic)ἑτοῑμόταται, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc superl pl (attic)ἑτοῑμόταται, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc superl pl (attic) -
39 ἑτοιμότατ'
ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: adverbial superl (attic)ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl pl (attic)ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: adverbial superl (attic)ἑτοῑμότατα, ἑτοῖμοςat hand: neut nom /voc /acc superl pl (attic)ἑτοῑμότατε, ἑτοῖμοςat hand: masc voc superl sg (attic)ἑτοῑμότατε, ἑτοῖμοςat hand: masc voc superl sg (attic)ἑτοῑμόταται, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc superl pl (attic)ἑτοῑμόταται, ἑτοῖμοςat hand: fem nom /voc superl pl (attic) -
40 готовый
готов||ыйприл1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):\готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!
См. также в других словарях:
ἑτοῖμος — at hand masc nom sg ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ἕτοιμος — ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc nom sg (attic) ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτοῖμον — ἑτοῖμος at hand masc acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμα — ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμοι — ἑτοῖμος at hand masc nom/voc pl ἑτοῖμος at hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμαι — ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότατ' — ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότερον — ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand masc acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτοιμ' — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc voc sg (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc/fem voc sg (attic) ἕτοῑμαι , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)