-
1 ετερόζυγα
ἑτέροζυξyoked singly: masc acc sgἑτερόζυξmasc acc sgἑτερόζυγοςunevenly yoked: neut nom /voc /acc pl -
2 ἑτερόζυγα
ἑτέροζυξyoked singly: masc acc sgἑτερόζυξmasc acc sgἑτερόζυγοςunevenly yoked: neut nom /voc /acc pl -
3 ἑτέροζυξ
A yoked singly, without its yokefellow, metaph., μήτε τὴν πόλιν ἑτερόζυγα περιιδεῖν γεγενημένην Cimon ap.Plu.Cim.16.II = foreg. 11, Nonn.D.5.148.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτέροζυξ
-
4 ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγέω (s. ἕτερος, ζυγός; κτήνη ἑτερόζυγα=draft animals that need different kinds of yokes, because they are of different species [e.g., an ox and a donkey]: Lev 19:19; Philo, Spec. Leg. 4, 203; cp. Jos., Ant. 4, 228.—ἑτερόζυγος is found in a different sense in Ps.-Phoc. 15, and generally = ‘not belonging together’ as early as PCairZen 38, 11 [257 B.C.]) be unevenly yoked, be mismated τινί with someone μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις 2 Cor 6:14 (JFitzmyer, Qumran and 2 Cor 6:14–7:1: CBQ 23, ’61, 271–80, yoking associated with instruction; Straub 6).—DELG s.v. ζεύγνυμι. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
ἑτερόζυγα — ἑτέροζυξ yoked singly masc acc sg ἑτερόζυξ masc acc sg ἑτερόζυγος unevenly yoked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπινδίδες — (Sapindaceae). Οικογένεια δέντρων. Είναι ιθαγενή της Άπω Ανατολής, συγγενικά με τις ιπποκαστανίδες, που, μαζί με τις οικογένειες των Ανακαρδιιδών, των Ακεριδών, των Ρουτιδών ή, κατ’ άλλους, των Σταφυλεϊδών, ανήκουν στην τάξη των σαπινδωδών… … Dictionary of Greek
σκροφουλαριίδες — (Scrophulariaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών τα περισσότερα από τα οποία είναι ποώδη. Βρίσκονται στους τροπικούς έως τις εύκρατες περιοχές, αλλά τα περισσότερα είδη, γύρω στις 3000, ευδοκιμούν στις ορεινές ζώνες με κλίμα εύκρατο αλλά ψυχρό … Dictionary of Greek
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek