Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑτερώνυμα

См. также в других словарях:

  • ἑτερώνυμα — ἑτερώνυμος with different designation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • ετερώνυμος — η, ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, ον) αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά νεοελλ. 1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό 3. μαθημ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικό φορτίο — Θεμελιώδες φυσικό μέγεθος, χαρακτηριστικό των ηλεκτρικών φαινομένων. Ένα φορτίο γίνεται αντιληπτό από τις δυνάμεις έλξης και άπωσης (ανεξάρτητες από τη μάζα) που ασκούνται μεταξύ φορτισμένων σωμάτων. Για τον λόγο αυτό το μέγεθος ενός η.φ.… …   Dictionary of Greek

  • ετερώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό όνομα (αντίθ. ομώνυμος). 2. (μαθημ.), «ετερώνυμα κλάσματα», κλάσματα που έχουν διαφορετικούς παρονομαστές (αντίθ. ομώνυμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»