-
1 ἑτερό-χηλος
ἑτερό-χηλος, mit ungleichen Hufen, Sp.
-
2 ἑτερόχηλος
ἑτερό-χηλος, ον,A with unequal hoofs, Hippiatr.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερόχηλος
-
3 ἑτερόχηλος
См. также в других словарях:
ετερόχηλος — ἑτερόχηλος, ον (Μ) αυτός που έχει διαφορετικές, ανόμοιες χηλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χηλος (< χηλή), πρβλ. δί χηλος, μονό χηλος] … Dictionary of Greek