-
1 ἑτερό-στοιχος
ἑτερό-στοιχος, von der andern Reihe, Sp.
-
2 ἑτερόστοιχος
См. также в других словарях:
ετερόστοιχος — ἑτερόστοιχος, ον (Μ) αυτός που ανήκει σε άλλο στοίχο, σε άλλη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + στοίχος] … Dictionary of Greek
1 ἑτερό-στοιχος
ἑτερό-στοιχος, von der andern Reihe, Sp.
2 ἑτερόστοιχος
ετερόστοιχος — ἑτερόστοιχος, ον (Μ) αυτός που ανήκει σε άλλο στοίχο, σε άλλη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + στοίχος] … Dictionary of Greek