Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑτερό-ρροπος

См. также в других словарях:

  • ιθύρροπος — ἰθύρροπος, ον (Α) αυτός που κρέμεται κάθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + ρροπος (< ροπή), πρβλ. ετερό ρροπος, ισό ρροπος] …   Dictionary of Greek

  • ετερόρροπος — ο (Α ἑτερόρροπος, ον) 1. ετερορρεπής αρχ. 1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα τα ακρωτηριασμένα μέλη 3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»