-
1 ἑτερό-κλιτος
ἑτερό-κλιτος, von verschiedener Deklination oder Conjugation, wenn die anderen Casus oder Tempora einen andern Nominativ oder ein anderes Präsens voraussetzen lassen, γυνή, γυναικός, φέρω, οἴσω, Gramm., auch im adv.
-
2 ἑτερόκλιτος
ἑτερό-κλιτος, von verschiedener Deklination oder Konjugation, wenn die anderen Casus oder Tempora einen andern Nominativ oder ein anderes Präsens voraussetzen lassen
См. также в других словарях:
μονόκλιτος — η, ο (Α μονόκλιτος, ον) νεοελλ. (για ναό) αυτός που έχει ένα μόνο κλίτος («μονόκλιτος ναός» απλή ορθογώνια εκκλησία που αποτελείται από ένα μόνο κλίτος και στεγάζεται κυρίως με θολωτή οροφή) αρχ. γραμμ. αυτός που έχει έναν μόνο τύπο κατά την… … Dictionary of Greek
ετερόκλιτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόκλιτος, ον) (για ονόματα ή ρήματα) αυτός που κλίνεται ανώμαλα («Ζευς, Διός», «πυρ, πυρά», «φέρω, οίσω, ήνεγκον») νεοελλ. ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλιτός (< κλίνω) πρβλ. ά κλιτος] … Dictionary of Greek
πρωτόκλιτος — η, ο / πρωτόκλιτος, ον, ΝΜ νεοελλ. γραμμ. α) αυτός που κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίση β) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρωτόκλιτα τα ονόματα τα οποία, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο κατηγοριοποίησης τής κλίσης τών ονομάτων, κυρίως τής αρχαίας … Dictionary of Greek