-
1 ἑτερό-γναθος
ἑτερό-γναθος, ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.
-
2 ἑτερόγναθος
ἑτερό-γνᾰθος, ον,A with one side of the mouth harder than the other, [ ἵπποι] X.Eq.1.9, al.; glossed by ἀπειθής, ἢ ἄπληστος, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερόγναθος
-
3 ἑτερόγναθος
ἑτερό-γναθος, ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist -
4 ετερογναθος
См. также в других словарях:
μαλακόγναθος — μαλακόγναθος, ον (Α) (για ίππο) πράος, πειθήνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνάθος (πρβλ. ετερό γναθος)] … Dictionary of Greek
ετερόγναθος — ἑτερόγναθος, ον (Α) (για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γνάθος] … Dictionary of Greek