Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑτερο-πάθεια

См. также в других словарях:

  • ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»