-
1 ἑτεροπάθεια
A counterirritation, Dsc.2.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροπάθεια
См. также в других словарях:
ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek