-
1 ετερομηκης
См. также в других словарях:
θαμνομήκης — θαμνομήκης, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μήκος θάμνου («θαμνομήκης ράβδος»)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + μήκης (< μήκος) πρβλ. ετερο μήκης, ουρανο μήκης] … Dictionary of Greek
ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek