Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑτερο-μήκης

См. также в других словарях:

  • θαμνομήκης — θαμνομήκης, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μήκος θάμνου («θαμνομήκης ράβδος»)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + μήκης (< μήκος) πρβλ. ετερο μήκης, ουρανο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»