-
1 ἑτερο-κλινής
ἑτερο-κλινής, ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; χωρίον Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρϑώϑη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.
-
2 ἑτεροκλινής
ἑτερο-κλῐνής, ές,A leaning to one side, uneven, Hp.Art.24; of a building, D.C.57.21; τὰ ἑ. τῶν χωρίων sloping ground, X. Cyn.2.7. Adv. - νῶς one-sidedly, Sor.2.62; ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν to have a propensity to it, Arr.Epict.3.12.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροκλινής
-
3 ἑτεροκλινής
ἑτερο-κλινής, ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig. Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu etwas haben -
4 ετεροκλινης
См. также в других словарях:
ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… … Dictionary of Greek
κεφαλοκλινώ — κεφαλοκλινῶ, έω (Μ) κλίνω, γέρνω το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλινῶ (< κλίνης < κλίνω «ρέπω», πρβλ. γονυ κλινώ, ετερο κλινώ] … Dictionary of Greek