-
1 ετερογενης
21) разнородный, относящийся к различным родам(ὑγίειαι καὴ νόσοι Arst.; φυτά Plut.)
2) грам. меняющий во множественном числе род (напр., ὅ δάκτυλος - pl. τὰ δάκτυλα) Arst.
См. также в других словарях:
ετερογενής — ές (ΑΜ ἑτερογενής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα») 2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής 3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο») 4.… … Dictionary of Greek
φυσιογενώ — έω, Μ αναλύω τη φύση ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γενῶ (< γενής < γένος), πρβλ. ἑτερο γενῶ] … Dictionary of Greek