Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἑτερο-γενής

См. также в других словарях:

  • ετερογενής — ές (ΑΜ ἑτερογενής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα») 2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής 3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο») 4.… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογενώ — έω, Μ αναλύω τη φύση ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γενῶ (< γενής < γένος), πρβλ. ἑτερο γενῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»