-
1 ετεροφωνια
-
2 ἑτεροφωνία
ἑτερο-φωνία, ἡ,A diversity of note,ἑ. καὶ ποικιλία τῆς λύρας Pl.Lg. 812d
; περὶ ἑτεροφωνίας τῶν ὁμογενῶν, title of work, Thphr.Fr. 181.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροφωνία
-
3 ἑτεροφωνία
ἑτερο-φωνία, ἡ, Verschiedenheit des Tons, der Stimme -
4 ετεροφωνίας
ἑτεροφωνίᾱς, ἑτεροφωνίαdiversity of note: fem acc plἑτεροφωνίᾱς, ἑτεροφωνίαdiversity of note: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἑτεροφωνίας
ἑτεροφωνίᾱς, ἑτεροφωνίαdiversity of note: fem acc plἑτεροφωνίᾱς, ἑτεροφωνίαdiversity of note: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ετεροφωνίαν
-
7 ἑτεροφωνίαν
-
8 πρός-χορδος
πρός-χορδος, zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόςχορδα τὰ φϑέγματα τοῖς φϑέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.
-
9 πρός-χορδος [2]
πρός-χορδος, zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόςχορδα τὰ φϑέγματα τοῖς φϑέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.
См. также в других словарях:
ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… … Dictionary of Greek
ἑτεροφωνίας — ἑτεροφωνίᾱς , ἑτεροφωνία diversity of note fem acc pl ἑτεροφωνίᾱς , ἑτεροφωνία diversity of note fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφωνίαν — ἑτεροφωνίᾱν , ἑτεροφωνία diversity of note fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόφωνος — η, ο (Α ἑτερόφωνος, ον) αυτός που έχει διαφορετική φωνή νεοελλ. 1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος 2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία αρχ. συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωνος… … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
ՕՏԱՐԱՁԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1029 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. ἐτεροφωνία diversitas vocis. Օտարաձայն գոլն. օտար ձայն. անլուր կամ լսելի բառ՝ բարբառ. անմիաբանութիւն. *Ոչ է արժան յօտարաձայնութեան սկիզբն առնել բառից, այլ ʼի ծանօթիցն. Անյաղթ վերլծ. արիստ.: *Ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)