-
1 ετερορρόπως
ἑτερόρροποςinclined to one side: adverbialἑτερόρροποςinclined to one side: masc /fem acc pl (doric) -
2 ἑτερορρόπως
ἑτερόρροποςinclined to one side: adverbialἑτερόρροποςinclined to one side: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
ἑτερορρόπως — ἑτερόρροπος inclined to one side adverbial ἑτερόρροπος inclined to one side masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόρροπος — ο (Α ἑτερόρροπος, ον) 1. ετερορρεπής αρχ. 1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα τα ακρωτηριασμένα μέλη 3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο… … Dictionary of Greek