-
1 ετεροκλινές
ἑτεροκλινήςleaning to one side: masc /fem voc sgἑτεροκλινήςleaning to one side: neut nom /voc /acc sg -
2 ἑτεροκλινές
ἑτεροκλινήςleaning to one side: masc /fem voc sgἑτεροκλινήςleaning to one side: neut nom /voc /acc sg -
3 σίδαιον
σίδαιον· ἑτεροκλινές, Hsch. (fort. σκαιόν). [full] σίδᾱρος, [dialect] Dor. for σίδηρος; for all forms in σιδαρ-,A v. σιδηρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίδαιον
См. также в других словарях:
ἑτεροκλινές — ἑτεροκλινής leaning to one side masc/fem voc sg ἑτεροκλινής leaning to one side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… … Dictionary of Greek
σίδαιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἑτεροκλινές» … Dictionary of Greek