Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑτεροιωτικήν

См. также в других словарях:

  • ἑτεροιωτικήν — ἑτεροιωτικός alterative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολογώ — τερατολογῶ, έω, ΝΑ [τερατολόγος] νεοελλ. λέω τερατολογίες αρχ. 1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.) 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»