Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑτεροζύγως

См. также в других словарях:

  • ἑτεροζύγως — ἑτερόζυγος unevenly yoked adverbial ἑτερόζυγος unevenly yoked masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόζυγος — η, ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, ον) 1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο 2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής νεοελλ. ετεροβαρής, άδικος μσν. συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος αρχ. 1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»