-
1 ετεροειδές
ἑτεροειδήςof another kind: masc /fem voc sgἑτεροειδήςof another kind: neut nom /voc /acc sg -
2 ἑτεροειδές
ἑτεροειδήςof another kind: masc /fem voc sgἑτεροειδήςof another kind: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἑτεροειδές — ἑτεροειδής of another kind masc/fem voc sg ἑτεροειδής of another kind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκριση — η / σύγκρισις, ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω] η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου… … Dictionary of Greek