-
1 ετεροειδείς
ἑτεροειδήςof another kind: masc /fem acc plἑτεροειδήςof another kind: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 ἑτεροειδεῖς
ἑτεροειδήςof another kind: masc /fem acc plἑτεροειδήςof another kind: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
ἑτεροειδεῖς — ἑτεροειδής of another kind masc/fem acc pl ἑτεροειδής of another kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροειδογενής — ές (για ημίονο και ορισμένα φυτά) αυτός που γίνεται από ετεροειδείς, ο ετερόγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροειδής + γενής (< γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Μπάμπη Άννινο] … Dictionary of Greek
ετεροζύγωση — η περίπτωση κατά την οποία οι γαμέτες τών νόθων ατόμων τής πρώτης θυγατρικής γενεάς περιέχουν ετεροειδείς κληρονομικούς χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterozygosis < hetero (πρβλ. ετερο *) + zygosis (πρβλ. ζύγωσις)] … Dictionary of Greek