Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑτεροειδεῖς

См. также в других словарях:

  • ἑτεροειδεῖς — ἑτεροειδής of another kind masc/fem acc pl ἑτεροειδής of another kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεροειδογενής — ές (για ημίονο και ορισμένα φυτά) αυτός που γίνεται από ετεροειδείς, ο ετερόγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροειδής + γενής (< γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Μπάμπη Άννινο] …   Dictionary of Greek

  • ετεροζύγωση — η περίπτωση κατά την οποία οι γαμέτες τών νόθων ατόμων τής πρώτης θυγατρικής γενεάς περιέχουν ετεροειδείς κληρονομικούς χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterozygosis < hetero (πρβλ. ετερο *) + zygosis (πρβλ. ζύγωσις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»