Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑτεραλκέα

См. также в других словарях:

  • ἑτεραλκέα — ἑτεραλκής giving strength to the other side neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἑτεραλκής giving strength to the other side masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεραλκής — ἑτεραλκής, ές (Α) 1. (επίθ. τής νίκης) αυτή που δίνει δύναμη σε έναν από τους δύο μαχομένους («μάχης ἑτεραλκέα νίκην» νίκη στη μάχη που κλίνει προς το μέρος τών αντιθέτων) 2. αυτός που επηρεάζει αποφασιστικά την έκβαση τής μάχης («δῆμος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»