-
1 ἑταιρίζω
ἑταιρίζω, ep. ἑταρίζω, 1) ein ἑταῖρος sein, sich Einem zugesellen, ihm beistehen, ἀνδρί Il. 24, 335; Gefährtinn, Geleiterinn sein, H. h. Ven. 96. – Med. sich Einen zum Gefährten wählen, ihm sich zugesellen, ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο, ἢ πειρήσαιτο καὶ οἶος Il. 13, 456; Callim. Dian. 206. - 2) eine Buhlerinn sein, das Gewerbe der ἑταίρα treiben, Luc. D. Meretr. 8, 2; im med., Ath. XIII, 593 b; auch vom Manne, μετά τινος, Schol. Ar. Th. 254; Poll. 6, 188.
См. также в других словарях:
εταιρίζω — ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) [εταίρος] 1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἑταιρίζομαι εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ.… … Dictionary of Greek