-
1 εταιριστρίας
ἑταιριστρίᾱς, ἑταιρίστριαlewd man: fem acc plἑταιριστρίᾱς, ἑταιρίστριαlewd man: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἑταιριστρίας
ἑταιριστρίᾱς, ἑταιρίστριαlewd man: fem acc plἑταιριστρίᾱς, ἑταιρίστριαlewd man: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἑταιριστρίας — ἑταιριστρίᾱς , ἑταιρίστρια lewd man fem acc pl ἑταιριστρίᾱς , ἑταιρίστρια lewd man fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιριστής — ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) [εταιρίζω] νεοελλ. 1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας 2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα τής Φιλικής Εταιρείας αρχ. 1. ο ασελγής άνθρωπος 2. το θηλ. ἡ ἑταιρίστρια η ομοφυλόφιλη… … Dictionary of Greek