-
1 ἑταιρεῖος
ἑταιρεῖος, ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, Ζεύς, der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – φόνος, des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – φιλότης, buhlerisch, H. h. Merc. 58; στόλος, einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).
-
2 ἑταιρηΐη
См. также в других словарях:
εταιρείος — ἑταιρεῑος, α, ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, η, ον (Α) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» ο φόνος εταίρου, συντρόφου) 2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη 3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» ο Ζευς ως προστάτης τής φιλίας 4. το ουδ … Dictionary of Greek