-
1 ἑσταότως
См. также в других словарях:
εσταότως — ἑσταότως (Α) επίρρ. επί ποδός, στο πόδι, ορθίως («ἑσταότως μὲν καλῶς ἀκουέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εσταώς, ότος τού ρ. ίστημι] … Dictionary of Greek
ἑσταότως — standing still indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)