-
1 εστιαμα
- ατος τό1) пир, пиршество2) перен. пищаἐμπίπλασθαι ὀργέν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. — питать злобу дурной пищей, т.е. отдаваться чувству гнева
-
2 εστίαμα
-
3 ἑστίαμα
-
4 ἑστίᾱμα
ἑστίᾱμα, τό, Schmaus, τὰ Ταντάλου ϑεοτς ἑστιάματα, der vom Tantalus den Göttern gegebene Schmaus, Eur. I. T. 387; Speise, Nahrung, auch übertr., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. Legg. XI, 935 a.
-
5 ἑστίᾱμα
ἑστίᾱμα, τό, Schmaus, τὰ Ταντάλου ϑεοτς ἑστιάματα, der vom Tantalus den Göttern gegebene Schmaus; Speise, Nahrung -
6 ἑστίαμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστίαμα
-
7 εστιαμάτων
-
8 ἑστιαμάτων
-
9 εστιάμασι
-
10 ἑστιάμασι
-
11 εστιάματα
-
12 ἑστιάματα
-
13 εστιάματι
-
14 ἑστιάματι
См. также в других словарях:
εστίαμα — το (Α ἑστίαμα) [εστιώ] 1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.) 2. γεν. τροφή, φαγητό … Dictionary of Greek
ἑστίαμα — ἑστίᾱμα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιαμάτων — ἑστιᾱμάτων , ἑστίαμα banquet neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάμασι — ἑστιά̱μασι , ἑστίαμα banquet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάματα — ἑστιά̱ματα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάματι — ἑστιά̱ματι , ἑστίαμα banquet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)