-
1 ερπυστήρ
-
2 ἑρπυστήρ
-
3 ἑρπυστήρ
A a reptile, Opp.C.3.110(v.l.).2 Adj. creeping, ὄφεις ἑ. ib. 411 (v.l.), Orph.L.49 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρπυστήρ
-
4 ερπυστήρα
-
5 ἑρπυστῆρα
-
6 ερπυστήρες
-
7 ἑρπυστῆρες
-
8 ερπυστήρι
-
9 ἑρπυστῆρι
-
10 ερπυστήρος
-
11 ἑρπυστῆρος
-
12 ερπυστήρσι
-
13 ἑρπυστῆρσι
-
14 ερπυστήρσιν
-
15 ἑρπυστῆρσιν
-
16 ερπυστήρων
-
17 ἑρπυστήρων
-
18 ἑρπηστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρπηστήρ
См. также в других словарях:
ερπυστήρ — ἑρπυστήρ, ὁ (AM) [ερπύζω] 1. ο ερπηστής*, το ερπετό («ἑρπυστῆρσι καὶ ἱχθύσι», Οππ.) 2. ως επίθ. α) αυτός που έρπει β) οφιοειδής, ελικοειδής … Dictionary of Greek
ἑρπυστήρ — a reptile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρα — ἑρπυστήρ a reptile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρες — ἑρπυστήρ a reptile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρος — ἑρπυστήρ a reptile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσιν — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστήρων — ἑρπυστήρ a reptile masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)