Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑρπυστήρ

См. также в других словарях:

  • ερπυστήρ — ἑρπυστήρ, ὁ (AM) [ερπύζω] 1. ο ερπηστής*, το ερπετό («ἑρπυστῆρσι καὶ ἱχθύσι», Οππ.) 2. ως επίθ. α) αυτός που έρπει β) οφιοειδής, ελικοειδής …   Dictionary of Greek

  • ἑρπυστήρ — a reptile masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυστῆρα — ἑρπυστήρ a reptile masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυστῆρες — ἑρπυστήρ a reptile masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυστῆρι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυστῆρος — ἑρπυστήρ a reptile masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυστῆρσι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυστῆρσιν — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυστήρων — ἑρπυστήρ a reptile masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»