Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἑρπετῶν

См. также в других словарях:

  • ἑρπετῶν — ἑρπετόν beast neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • ερπετολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών… …   Dictionary of Greek

  • ρυγχοκέφαλα — (Rhynchocephalia). Τάξη ερπετών, που ανήκουν στα λεπιδοσαύρια. Ο κυριότερος εκπρόσωπός τους είναι το γένος σφηνόδους, ένα από τα πιο πρωτόγονα ερπετά, του οποίου υπάρχει μόνο ένα είδος ο σφηνόδους ο στικτός. Η διάκριση ανάμεσα στο σφηνόδοντα και… …   Dictionary of Greek

  • σαυροειδή — Υποτάξη ερπετών στην οποία ανήκουν πάνω από 2500 είδη συγκεντρωμένα σε 21 οικογένειες, από τις οποίες αναφέρουμε κυρίως τους Σαυρίδες, τους Χαμαιλέοντες, τους Γκεκονίδες, τους Ιγουανίδες και τους Βαρανίδες. Τα Σ., οι διαστάσεις των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσεμυδίδες — (thalassemydidae). Στην παλαιοζωολογία, οικογένεια κρυπτοδείρων χελωνωδών ερπετών, απολιθωμένα λείψανα των οποίων βρέθηκαν σε ιουρασικά, κρητιδικά και ηωκαινικά στρώματα στην Ευρώπη, στην Αφρική και στη Βόρεια Αμερική. Έχουν ατελώς οστεοποιημένο… …   Dictionary of Greek

  • θαυματόσαυρος — (Τhaumatοsaurus). Γένος πλησιοσαύριων σαυροπτερύγιων ερπετών που έχουν εκλείψει. Περιελάμβανε ερπετά με μεγάλο κρανίο και σχετικά κοντό λαιμό. Ζούσαν κυρίως μέσα στο νερό και έβγαιναν στην ξηρά για να ξεκουραστούν. Κινούνταν με τα άκρα τους που… …   Dictionary of Greek

  • θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο …   Dictionary of Greek

  • λεπιδοσαύρια — (lepidosauria). Υφομοταξία διαψιδωτών ερπετών, η οποία παρουσιάστηκε κατά την πέρμιο περίοδο. Τα λ. υποδιαιρούνται σε δύο τάξεις: στα ρυγχοκέφαλα και στα λεπιδωτά ή φολιδωτά. Τα λεπιδωτά υποδιαιρούνται στις τάξεις των σαυρομόρφων, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»