-
1 ερμηνευς
- έως ὅ1) истолкователь(τῶν νόμων Plat.)
ἑ. τῶν θεῶν Plat. — истолкователь (воли) богов;ἑρμηνέως δεῖσθαι Aesch. — нуждаться в пояснениях, т.е. говорить бессвязные слова2) переводчик Her., Xen., Plut. -
2 ερμηνεύς
(-εως) ο1) см. ερμηνευτής; 2) юр. переводчик -
3 ερμηνευτης
-
4 απαγγελλω
1) приносить весть, сообщать, доносить, объявлять(τινί τι Hom. и πρός τινα Aesch., Xen., τι περί τινος Thuc., Xen., Plat.)
ἡττημένοι ἀπηγγέλθησαν Polyb. — было сообщено об их поражении;ἀ. τινὴ πόλεμον Polyb. — объявлять кому-л. войну2) знаменовать, свидетельствовать(ἥ ὄψις ἀπαγγέλλει τι Her.)
3) рассказывать, описывать(τὰς προγεγενημένας πράξεις Arst.; τὰ τῶν γενομένων ἀκριβῶς Plut.)
4) пересказывать, излагать, переводить(ὅ ἑρμηνεὺς μακρῶς ἀπήγγειλε Plut.)
-
5 τορος
См. также в других словарях:
ερμηνεύς — ἑρμηνεύς, ὁ (AM) 1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές 2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος 3. ο μεσάζων, ο προξενητής 4. ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ … Dictionary of Greek
ἑρμηνεύς — interpreter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῖς — ἑρμηνεύς interpreter masc acc pl ἑρμηνεύς interpreter masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνῆς — ἑρμηνεύς interpreter masc nom pl ἑρμηνεύς interpreter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνέων — ἑρμηνεύς interpreter masc gen pl ἑρμηνέω̆ν , ἑρμηνεύς interpreter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῖ — ἑρμηνεύς interpreter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῦ — ἑρμηνεύς interpreter masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῦσι — ἑρμηνεύς interpreter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῦσιν — ἑρμηνεύς interpreter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνῆος — ἑρμηνεύς interpreter masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνέες — ἑρμηνεύς interpreter masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)