-
1 ερμηνεία
-
2 ερμηνεια
ἥ1) словесное выражение мыслей, умение изъясняться(διὰ τῆς ὀνομασίας Arst.)
τὸ ἑρμηνείαν δοῦναι Xen. — наделить даром речи;χρῆσθαι τῇ γλώσσῃ πρὸς ἑρμηνείαν Arst. — обладать членораздельной речью2) разъяснение, объяснение, истолкование, раскрытие смысла(τῆς διαφορότητος Plat.; ἑρμηνείαν ποιεῖν Arst.)
-
3 ερμηνεία
-
4 ἑρμηνεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἑρμηνεία
-
5 ερμηνεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ερμηνεία
-
6 ἑρμηνεία
истолкование, разъяснение, раскрытие смысла, перевод.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἑρμηνεία
-
7 ερμηνεία
[эрминиа] ουσ. Θ. толкование, истолкование.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερμηνεία
-
8 ερμηνεία
[эрминиа] ουσ θ толкование, истолкование. -
9 αυθεντικός
-
10 νόμος
ο1) закон (в разя, знач);φυσικός νόμος — закон природы;
άγραφος νόμος — неписаный закон;
ερμηνεία τού νόμου — толкование закона;
εκτακτος νόμος — чрезвычайный закон;
κώδικας νόμων — свод законов;
νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης — законы общественного развития;
παραβαίνω τον νόμο — нарушать закон;
δημοσιεύω νόμο — обнародовать закон;
ψηφίζω νόμο — принимать закон;
ακυρώνω τον νόμο — отменять закон;
τούτο έχει ισχύ ν νόμου — это имеет силу закона;
σύμφωνα με το νόμο — в силу закона;
κατά νόμον — по закону;
παρά τον νόμον — вопреки закону;
εκτός νόμου — вне закона;
κατά το γράμμα (τό πνεύμα) τού νόμου — согласно букве (духу) закона;
εν ονόματι τού νόμου — именем закона;
νόμοι της κοινωνικής συμπεριφοράς — нормы общественного поведения;
νόμος της έλξεως ( — или βαρύτητος) — закон всемирного тяготения;
θείος νόμος — церковная заповедь;
νόμος της ποταπαγόρευσης — сухой закон;
2) законоположение, законодательство;ποινικός νόμος — уголовное законодательство;
ο Ρωμαϊκός νόμος — римское право;
§
εξ αυτού οι νόμοι και οι προφήται κρέμονται — всё зависит от него;δεν έχει ούτε πίστη οότε νόμο — у него нет ни чести, ни совести
-
11 2058
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2058
См. также в других словарях:
ἑρμηνεία — ἑρμηνείᾱ , ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc/acc dual ἑρμηνείᾱ , ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείᾳ — ἑρμηνείᾱͅ , ἑρμηνεία interpretation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η 1. η πράξη του ερμηνεύω, εξήγηση, διασάφηση: Αυτή είναι η πιο σωστή ερμηνεία του νόμου. 2. μετάφραση, μεταγλώττιση κειμένου: Να γραφεί και η ερμηνεία του κειμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑρμηνείας — ἑρμηνείᾱς , ἑρμηνεία interpretation fem acc pl ἑρμηνείᾱς , ἑρμηνεία interpretation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαι — ἑρμηνείᾱͅ , ἑρμηνεία interpretation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαν — ἑρμηνείᾱν , ἑρμηνεία interpretation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνειῶν — ἑρμηνεία interpretation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῖαι — ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαις — ἑρμηνεία interpretation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείην — ἑρμηνεία interpretation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)