-
1 ερμηνευτικός
-
2 ἑρμηνευτικός
-
3 ἑρμηνευτικός
ἑρμηνευτικός, zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. τέχνη, die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, δύναμις Luc. hist. conscr. 34.
-
4 ερμηνευτικος
-
5 ἑρμηνευτικός
ἑρμηνευτικός, zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. τέχνη, die Auslegekunst -
6 ερμηνευτικός
η, ό[ν] толкующий, истолковывающий, комментирующий, объясняющий;ερμηνευτικό λεξικό — толковый словарь
-
7 ερμηνευτικός
[срминефтикос] επ толковый. -
8 ἑρμηνευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρμηνευτικός
-
9 μεθ-ερμηνευτικός
μεθ-ερμηνευτικός, ή, όν, aus einer Sprache in die andere übersetzend; Schol. Aesch. Spt. 40; Schol. Soph. O. R. 1403.
-
10 δι-ερμηνευτικός
δι-ερμηνευτικός, ή, όν, erklärend, Procl.
-
11 ἐφ-ερμηνευτικός
ἐφ-ερμηνευτικός, ή, όν, zur Erklärung hinzugesetzt, Schol. Theocr. 2, 48.
-
12 ερμηνευτικά
ἑρμηνευτικόςof: neut nom /voc /acc plἑρμηνευτικά̱, ἑρμηνευτικόςof: fem nom /voc /acc dualἑρμηνευτικά̱, ἑρμηνευτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 ἑρμηνευτικά
ἑρμηνευτικόςof: neut nom /voc /acc plἑρμηνευτικά̱, ἑρμηνευτικόςof: fem nom /voc /acc dualἑρμηνευτικά̱, ἑρμηνευτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 ερμηνευτικών
-
15 ἑρμηνευτικῶν
-
16 ερμηνευτικόν
-
17 ἑρμηνευτικόν
-
18 ερμηνευτική
-
19 ἑρμηνευτικῇ
-
20 ερμηνευτικής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑρμηνευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμηνευτικός — ή, ό (AM ἑρμηνευτικός, ή, όν) [ερμηνευτής] 1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια») 2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο τού ύφους 3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική ένας από τους κλάδους… … Dictionary of Greek
ερμηνευτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή βοηθάει στην ερμηνεία: Ερμηνευτικά σχόλια. 2. το θηλ. ως ουσ., ερμηνευτική κλάδος της φιλολογίας που ασχολείται με την ερμηνεία κειμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑρμηνευτικά — ἑρμηνευτικός of neut nom/voc/acc pl ἑρμηνευτικά̱ , ἑρμηνευτικός of fem nom/voc/acc dual ἑρμηνευτικά̱ , ἑρμηνευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικῶν — ἑρμηνευτικός of fem gen pl ἑρμηνευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικόν — ἑρμηνευτικός of masc acc sg ἑρμηνευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικοῦ — ἑρμηνευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικούς — ἑρμηνευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικῆς — ἑρμηνευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικῇ — ἑρμηνευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτική — ἑρμηνευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)