Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἑρμίς

См. также в других словарях:

  • ἑρμίς — bedpost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμίν — ἑρμίς bedpost masc acc sg ἑρμί̱ν , ἑρμίς bedpost masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖνα — ἑρμίς bedpost masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖνας — ἑρμίς bedpost masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖνε — ἑρμίς bedpost masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖνες — ἑρμίς bedpost masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖνος — ἑρμίς bedpost masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖσι — ἑρμίς bedpost masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖσιν — ἑρμίς bedpost masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῖν' — ἑρμῖνα , ἑρμίς bedpost masc acc sg ἑρμῖνι , ἑρμίς bedpost masc dat sg ἑρμῖνε , ἑρμίς bedpost masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»