-
1 ερκίτας
ἑρκί̱τᾱς, ἑρκίτηςfarm-slave: masc acc plἑρκί̱τᾱς, ἑρκίτηςfarm-slave: masc nom sg (epic doric aeolic) -
2 ἑρκίτας
ἑρκί̱τᾱς, ἑρκίτηςfarm-slave: masc acc plἑρκί̱τᾱς, ἑρκίτηςfarm-slave: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἑρκίτας — ἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτης farm slave masc acc pl ἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτης farm slave masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερκίτης — ἑρκίτης, ὁ (Α) ο δούλος που διέμενε στους αγρούς τού κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῑσθαι τοὺς κατά τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος «φραγμός, περίφραξη». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε εντός τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων … Dictionary of Greek