-
1 ερκουρος
-
2 ερκουρος...
ἕρκουρος...ἑρκοῦρος, ἕρκουροςὅ страж ограды Anth. -
3 ερκούρος
-
4 ἑρκοῦρος
-
5 ἑρκοῦρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρκοῦρος
-
6 ἕρκουρος
-
7 ὁρκ-οῦρος
-
8 ορκουρος
ὁ Anth. = ἕρκουρος -
9 ὁρκοῦρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρκοῦρος
См. также в других словарях:
ερκούρος — ἑρκοῡρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ τού έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)] … Dictionary of Greek
ἑρκοῦρος — watching an enclosure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκούρος — ὁρκοῡρος, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. τού ἑρκοῦρος* (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη] … Dictionary of Greek