-
1 ἑπτακότυλος
ἑπτᾰκότῠλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτακότυλος
-
2 επτακότυλον
ἑπτακότυλοςholding seven cotylae: masc /fem acc sgἑπτακότυλοςholding seven cotylae: neut nom /voc /acc sg -
3 ἑπτακότυλον
ἑπτακότυλοςholding seven cotylae: masc /fem acc sgἑπτακότυλοςholding seven cotylae: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
επτακότυλος — ἑπτακότυλος, ον (Α) (για δοχείο) αυτός που χωρά ή περιέχει επτά κοτύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + κοτύλη «μέτρο υγρών»] … Dictionary of Greek
ἑπτακότυλον — ἑπτακότυλος holding seven cotylae masc/fem acc sg ἑπτακότυλος holding seven cotylae neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek