-
1 επτακλινος
См. также в других словарях:
πεντάκλινος — η, ο / πεντάκλινος και πεντέκλινος, ον, ΝΑ (για οικία ή για δωμάτιο) αυτός που περιλαμβάνει ή χωρεί πέντε κλίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + κλινος (< κλίνη), πρβλ. επτά κλινος] … Dictionary of Greek
τρίκλινος — η, ο / τρίκλινος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῑς εἶχε τρικλίνους», Αθην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν) (στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο β) το τραπέζι φαγητού… … Dictionary of Greek