-
1 επτάμηνοι
-
2 ἑπτάμηνοι
См. также в других словарях:
ἑπτάμηνοι — ἑπτάμηνος a seven months child masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επτάμηνοι
2 ἑπτάμηνοι
ἑπτάμηνοι — ἑπτάμηνος a seven months child masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)