-
1 επτακλινον
τό гептаклин, место, занимаемое семью ложами
См. также в других словарях:
ἑπτάκλινον — ἑπτάκλῑνον , ἑπτάκλινος with seven couches masc/fem acc sg ἑπτάκλῑνον , ἑπτάκλινος with seven couches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτάκλινος — ἑπτάκλινος, ον (Α) [κλίνη] αυτός που έχει επτά κλίνες ή ανάκλιντρα (α. «οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν. β. «κοιτών ἑπτάκλινος», Καλλίξ.) 2. φρ. «θές ἑπτάκλινον» τοποθέτησε καθίσματα για εφτά 3. μέτρο εμβαδού … Dictionary of Greek