-
1 επταετες
-
2 επτάετες
ἑπταέτηςseven years old: masc /fem voc sgἑπταέτηςseven years old: neut nom /voc /acc sgἑπταετήςseven years old: masc /fem voc sgἑπταετήςseven years old: neut nom /voc /acc sg -
3 ἑπτάετες
ἑπταέτηςseven years old: masc /fem voc sgἑπταέτηςseven years old: neut nom /voc /acc sgἑπταετήςseven years old: masc /fem voc sgἑπταετήςseven years old: neut nom /voc /acc sg -
4 ἑπτα-ετής
-
5 επταετής
ης, ες семилетний;επταετές σχέδιον — семилетний план, семилетка
-
6 ἑπταετής
ἑπτα-ετής, ές,A = ἑπτέτης, seven years old, v.l. in Hp.Prog.19, v.l. for ἑπτέτης in Pl.Grg. 471c : as fem., IG14.1935, Arr.Ind.9.1 : regul. fem. [suff] ἑπτα-έτις, ιδος, ἡ, Amyntas Epigr.Oxy.662.30: as Adj.,ἑ. ἡλικία Ph.1.393
.II parox. [suff] ἑπτα-έτης, ες, of seven years: neut. ἑπτάετες, as Adv., for seven years, Od. 3.304,7.259.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταετής
-
7 ἑπταέτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑπταέτης
-
8 ἑπταετής
См. также в других словарях:
ἑπτάετες — ἑπταέτης seven years old masc/fem voc sg ἑπταέτης seven years old neut nom/voc/acc sg ἑπταετής seven years old masc/fem voc sg ἑπταετής seven years old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επταετής — ές (AM ἑπταετής, ές, Α και ἑπταετής, ἑπταέτις, ἑπταετές) 1. ηλικίας επτά ετών 2. διάρκειας επτά ετών αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑπταετές επί επτά έτη, για επτά ολόκληρα χρόνια … Dictionary of Greek
Μενέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την ομηρική παράδοση, ήταν ήρωας και βασιλιάς της Σπάρτης. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ατρέα, σύμφωνα όμως με τη μεταομηρική παράδοση ήταν γιος του Πλεισθένη και, κατά συνέπεια, εγγονός του Ατρέα. Είχε… … Dictionary of Greek