-
1 επταέτις
-
2 ἑπταέτις
-
3 επταετις
-
4 επταέτιν
-
5 ἑπταέτιν
См. также в других словарях:
ἑπταέτις — seven years old fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταέτιν — ἑπταέτις seven years old fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επταετής — ές (AM ἑπταετής, ές, Α και ἑπταετής, ἑπταέτις, ἑπταετές) 1. ηλικίας επτά ετών 2. διάρκειας επτά ετών αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑπταετές επί επτά έτη, για επτά ολόκληρα χρόνια … Dictionary of Greek