-
1 ἑπταπόδης
ἑπτα-πόδης, ὁ, sieben Fuß lang -
2 θρῆνυς
θρῆνυς, υος, ὁ (ΘΡΑ), Fußschemel, Fußbank; öfters bei Hom. ὑπὸ δὲ ϑρῆνυς ποσὶν ἦεν, an dem Stuhle selbst, ὑπὸ ϑρῆνυν ποσὶν ἧκε προςφυέ' ἐξ αὐτῆς Od. 19, 57. Aber Il. 15, 729 Ruderbank, ἑπταπόδης, s. ϑρᾶνος.
См. также в других словарях:
επταπόδης — ἑπταπόδης, ὁ (Α) μήκους επτά ποδών … Dictionary of Greek
ἑπταπόδης — seven feet long masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταπόδην — ἑπταπόδης seven feet long masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταπόδου — ἑπταπόδης seven feet long masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek