-
1 ἑπτακαιεικοσαετής
ἑπτα-και-εικοσα-ετής, ές, siebenundzwanzigjährig -
2 ἑπτα-και-εικοσ-ετής
ἑπτα-και-εικοσ-ετής, für ἑπτακαιεικοσαετής, Anth. app. 251.
См. также в других словарях:
επτακαιεικοσαέτης — ἑπτακαιεικοσαέτης, και ἑπτακαιεικοσέτης, ες (Α) ηλικίας είκοσι επτά ετών … Dictionary of Greek
επταεικοσέτης — ες βλ. επτακαιεικοσαέτης … Dictionary of Greek