Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἑπάμων

См. также в других словарях:

  • επάμων — ἑπάμων, ο (Α) [έπομαι] οπαδός, ακόλουθος, υπηρέτης …   Dictionary of Greek

  • ἐπάμων — ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπάμονες — ἑπάμων attendant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχεπάμων — ἐχεπάμων, ον (Α) επιγρ. αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας ως κληρονόμος ή αντιπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + επάμων (< έπομαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»