-
1 εορταστικώς
-
2 ἑορταστικῶς
См. также в других словарях:
ἑορταστικῶς — ἑορταστικός fit for a festival adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εορταστικώς
2 ἑορταστικῶς
ἑορταστικῶς — ἑορταστικός fit for a festival adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)