Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑορταστικοῦ

См. также в других словарях:

  • ἑορταστικοῦ — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λιτανεία — Ικετήρια πομπή της χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία γίνεται περιφορά ορισμένης εικόνας στην ενορία, ή και πέρα από την περιοχή της, που αποβλέπει στην κατάπαυση, με θεϊκή επέμβαση, δημόσιων κακών που οφείλονται –όπως πιστεύουν όσοι μετέχουν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»