Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑξᾰρῐθμος

См. также в других словарях:

  • εξάριθμος — (I) ἐξάριθμος, ον (Α) [αριθμός] υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.). (II) ἑξάριθμος, ον (AM) [έξι] 1. εξαπλός, εξαπλάσιος («ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.) 2. επιτ. πολλαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • ἑξάριθμον — ἑξάριθμος sixfold masc/fem acc sg ἑξάριθμος sixfold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάριθμοι — ἐξάριθμος supernumerary masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαρίθμους — ἑξάριθμος sixfold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαρίθμῳ — ἑξάριθμος sixfold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • εξαριθμίζω — ἐξαριθμίζω (Μ) [εξάριθμος (I)] μετρώ, αριθμίζω («καὶ τὰ ἄστρα ἐξαριθμίζω τα», Λίβιστρ. και Ροδ.) …   Dictionary of Greek

  • εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»