-
1 ἑξάριθμος
1 six in number ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῷ ἑξάριθμον ἐκτίσσατο (sc. Ἡρακλέης: “de sex unius viri laboribus velut Herculis, quam de sex certaminum generibus vv. 64 seqq. equidem intellegere mallem.” Schroeder: πόνων coni. Christ: others refer to the six double altars of Olympia, v. 49) O. 10.25 -
2 ἐξάριθμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάριθμος
-
3 ἑξάριθμος
A sixfold, Pi.O.10(11).25, cf. Sch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάριθμος
-
4 ἑξάριθμος
ἑξ-άριθμος, sechszählig, sechsfach -
5 εξάριθμον
-
6 ἑξάριθμον
-
7 εξαρίθμους
-
8 ἑξαρίθμους
-
9 εξαρίθμω
-
10 ἑξαρίθμῳ
-
11 εξάριθμοι
-
12 ἐξάριθμοι
См. также в других словарях:
εξάριθμος — (I) ἐξάριθμος, ον (Α) [αριθμός] υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.). (II) ἑξάριθμος, ον (AM) [έξι] 1. εξαπλός, εξαπλάσιος («ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.) 2. επιτ. πολλαπλάσιος … Dictionary of Greek
ἑξάριθμον — ἑξάριθμος sixfold masc/fem acc sg ἑξάριθμος sixfold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάριθμοι — ἐξάριθμος supernumerary masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαρίθμους — ἑξάριθμος sixfold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαρίθμῳ — ἑξάριθμος sixfold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
εξαριθμίζω — ἐξαριθμίζω (Μ) [εξάριθμος (I)] μετρώ, αριθμίζω («καὶ τὰ ἄστρα ἐξαριθμίζω τα», Λίβιστρ. και Ροδ.) … Dictionary of Greek
εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… … Dictionary of Greek