-
1 εξαχειρ
См. также в других словарях:
εξάχειρ — ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, ον (Α) αυτός που έχει έξι χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ] … Dictionary of Greek
θρασύχειρος — θρασύχειρος, ὁ (Α) θρασύχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά χειρος, ιδιό χειρος] … Dictionary of Greek