-
1 εξαμηνος
I2шестимесячный(ὕες, ἀρχαί Arst.; ἀνοχαί Polyb.)
IIὅ (sc. χρόνος) и ἥ (sc. ὥρα) шестимесячный период, полугодие Her., Xen., Arst. -
2 εξάμηνος
η, ο [ος, ον ] полугодовой, шестимесячный; семестровый
См. также в других словарях:
ἑξάμηνος — masc/fem nom sg ἑξαμηνος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάμηνος — η, ο (AM ἑξάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος 2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή» «εξάμηνο περιοδικό») 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται έξι … Dictionary of Greek
εξάμηνος — η, ο 1. εξαμηνιαίος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., εξάμηνο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξάμηνον — ἑξάμηνος masc/fem acc sg ἑξάμηνος neut nom/voc/acc sg ἑξαμηνος of masc/fem acc sg ἑξαμηνος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνου — ἑξάμηνος masc/fem/neut gen sg ἑξαμηνος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνους — ἑξάμηνος masc/fem acc pl ἑξαμηνος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνων — ἑξάμηνος masc/fem/neut gen pl ἑξαμηνος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαμήνῳ — ἑξάμηνος masc/fem/neut dat sg ἑξαμηνος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάμηνοι — ἑξάμηνος masc/fem nom/voc pl ἑξαμηνος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκμηνος — ἔκμηνος, ον (Α) 1. εξάμηνος, εξαμηνιαίος 2. ηλικίας έξι μηνών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκμηνον το εξάμηνο … Dictionary of Greek
εξαμήνια — τα [εξάμηνος] μνημόσυνο που τελείται έξι μήνες μετά τον θάνατο … Dictionary of Greek